σηπία

σηπία
η, ΝΜΑ
1. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων, κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την κοινή, σήμερα, ονομασία σουπιά
2. τύπος μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια και, κυρίως, από τις σουπιές, γνωστός από την αρχαιότητα, που χρησιμοποιήθηκε όμως μετά την Αναγέννηση ως μέσο σχεδιασμού, κν. σέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ., αν και ονομασία ψαριού, εμφανίζει κατάλ. -ία (πρβλ. και ταιν-ία), αντί για το συνηθέστερο επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας). Η σύνδεση τής λ. με το ρ. σήπομαι «σαπίζω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sēpia), ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. σουπιά* (πρβλ. σησάμιον: σουσάμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σηπία — σηπίᾱ , σηπία cuttle fish fem nom/voc/acc dual σηπίᾱ , σηπία cuttle fish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σηπίον bone of the sepia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηπία — Σηπίᾱ , Σηπίη fem nom/voc/acc dual Σηπίᾱ , Σηπίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηπίᾳ — Σηπίᾱͅ , Σηπίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηπίᾳ — σηπίαι , σηπία cuttle fish fem nom/voc pl σηπίᾱͅ , σηπία cuttle fish fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηπίας — σηπίᾱς , σηπία cuttle fish fem acc pl σηπίᾱς , σηπία cuttle fish fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηπίαι — σηπία cuttle fish fem nom/voc pl σηπίᾱͅ , σηπία cuttle fish fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηπίαν — σηπίᾱν , σηπία cuttle fish fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηπίας — Σηπίᾱς , Σηπίη fem acc pl Σηπίᾱς , Σηπίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηπιῶν — σηπία cuttle fish fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σηπίαι — Σηπίᾱͅ , Σηπίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”